- ἀνείλοντο
- ἀναιρέωtake upaor ind mid 3rd plἀνείλωshrink upimperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνείλοντ' — ἀνείλοντο , ἀναιρέω take up aor ind mid 3rd pl ἀνείλοντα , ἀνείλω shrink up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνείλοντα , ἀνείλω shrink up pres part act masc acc sg ἀνείλοντι , ἀνείλω shrink up pres part act masc/neut dat sg ἀνείλοντι , ἀνείλω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί … Dictionary of Greek